Ιδεολογίες
και κόμματα, δηλαδή τα συστατικά στοιχεία του
Πολιτικού, έχουν αντικατασταθεί από το Facebook,
το Instagram, το Twitter. Δεν χωράει πλέον η
πάλη των θέσεων και των σκοπών σε συνέδρια και
συλλογικότητες.
Γι αυτό και είναι
περίπου αφανής η ταξική
σύνθεση: πίσω από μια
ιντερνετική ανάρτηση (λόγου,
εικόνας, εαυτού) δεν
φαίνεται πάντα αν ο
πολίτης ανήκει στην ελίτ,
στους βολεμένους ή στα
εργατικά στρώματα. Όταν
απαντάς στο tweet ενός
πρωθυπουργού, ή του Έλον
Μάσκ, νομίζεις
ψευδαισθητικά ότι
γράφεις και εσύ ιστορία
(αφού σου είπαν ότι
μετράνε στις τελικές
αποφάσεις τους και την
γνώμη σου…).
Η πραγματικότητα είναι
ότι ποτέ στην ιστορία
δεν κρύφτηκε τόσο καλά
το κεφάλαιο και η
εξουσία, πίσω από έναν
επικοινωνιακά
καλοφτιαγμένο
εκδημοκρατισμό των
συμβάντων.
Έτσι, από την στιγμή που
είναι θολή η κοινωνική
διαστρωμάτωση στα δίκτυα,
η νοερή ψήφος γίνεται το
like (ή το follow) και
αντικαθιστά την ουσία με
την εικόνα, το πρόταγμα
με το πρόσωπο, τους
θεσμούς με τις ψηφιακές
ψευδό-συλλογικότητες (δηλαδή
τα καφενεία, που
μετακόμισαν από πόλεις
και χωριά στο internet
και ευφυώς ονομάστηκαν
από τον καπιταλισμό της
πληροφορίας κάτι σαν
θεσμικοί φορείς: «μέσα
κοινωνικής δικτύωσης»).
Τα social media είναι το
ιστορικό απωθημένο των
μαζών, κάτι σαν αιώνια
φαντασίωση του σχεσιακού
υποκείμενου: να γράφει
ελεύθερα, να εκφράζεται
χωρίς ιδιαίτερο φόβο και
να δημοσιεύει απωθημένα,
επιθυμίες, στερεότυπα
και νευρώσεις.
Πχ το Facebook είναι
μακράν η μεγαλύτερη
εφημερίδα που υπήρξε
στην ιστορία,
ακηδεμόνευτη, χωρίς
καμία συγκεκριμένη
γραμμή. Περιέχει μόνο
την ασυνείδητη απόσπαση
υπεραξίας από τους
χρήστες, με την αθέατη
συστημική σύγχυση
κεφαλαίου και
επικοινωνίας.
Σε αυτές τις πλατφόρμες
χωριζόμαστε επικίνδυνα,
ολοένα και περισσότερο,
σε ορθολογικούς και μη,
σε έξυπνους και ηλίθιους,
σε υποψιασμένους και
αφελείς. Ο εμφύλιος στα
social media είναι
δυστυχώς η επικίνδυνη (για
την Δημοκρατία) πλευρά
της επικοινωνίας και της
ελεύθερης διακίνησης των
ιδεών.
Έξω όμως από τα δίκτυα
και τα media είναι που
γράφεται η ιστορία. Στην
συγκυρία αυτή λοιπόν,
είναι που το ακραίο (αλλά
στην ουσία
νεοφιλελεύθερο) κέντρο
του ευρω-φιλελευθερισμού
(Μακρόν) νίκησε τον
ακροδεξιό εθνικισμό του
αντιευρωπαϊσμού (Λεπέν),
εκτοπίζοντας, στην χώρα
όπου γεννήθηκαν, την
αριστερά και την δεξιά.
Προ δυο μηνών, οπότε και
ξεκίνησε ο πόλεμος, ο
κρατικός καπιταλιστικός
ιμπεριαλισμός (Πούτιν)
επιτέθηκε στην
κομμουνιστική σοβιετική
ιστορία, καταγγέλλοντας
τον εμπνευστή της (Λένιν)
ως υπαίτιο για το
ουκρανικό ζήτημα.
Αυτές οι ιστορικές
ρήξεις του Πραγματικού,
αυτή η χαοτική εμπλοκή
του Κοινωνικού με την
ιστορία, την (γεω)πολιτική
και την οικονομία, δεν
γίνονται ιδιαίτερα
αντιληπτές από τις μάζες
των χρηστών στα δίκτυα.
Μικροί ναρκισσισμοί και
ατελείωτη ελευθεριότητα
(που οδηγούν σε
στερεοπάθεια, σε ημιμαθή
δόγματα και άνευ κόστους
ουτοπικά ή συστημικά
θέσφατα) αποσπούν τελικά
την προσοχή της μεγάλης
μάζας στην αληθινή
κοινωνία, της
μικρομεσαίας τάξης της,
ώστε αυτή όχι μόνο να
μην αντιλαμβάνεται ότι
υπάρχει ως τάξη, αλλά να
ξεχνάει λόγω της
υπερεπικοινωνίας ότι
υπάρχουν αυτές καθαυτές
οι τάξεις. Και ότι οι
σχέσεις παραγωγής
παράγουν ολοένα και
περισσότερες ανισότητες.
Αυτή η κυνική άρνηση της
πραγματικότητας στο
συλλογικό ασυνείδητο θα
διχοτομεί συνεχώς σε
εικονικά στρατόπεδα τις
κοινωνίες. Και έτσι, ο
ταξικός πόλεμος θα
συνεχίσει να διεξάγεται
χωρίς αντίσταση, από
τους κάτω, εντός του
Πραγματικού. Οι ελίτ
πέτυχαν όσο ποτέ άλλοτε
μέσα στην ιστορία, με
την βίαιη ηθική
ασυμφωνία «υπεύθυνων»
και «ανεύθυνων» στο
διαδίκτυο, να κυριαρχούν
χωρίς αντίσταση σε
οικονομία και εξουσία.
Να γράφουν κέρδη δηλαδή
και να αποκτούν ισχύ εις
βάρος των πολλών.
Η επανάσταση λοιπόν θα
αναβάλλεται εκ του
ασφαλούς (για τα αόρατα
ανάκτορα) κάθε φορά που
απλά θα πληκτρολογεί ο
καθένας μας την οργή,
την αντίληψη και την
άποψη του για τα δρώμενα.
Και θα παραμένει το
ερώτημα αν ο Heidegger
είχε δίκιο όταν έγραφε-
στο μνημειώδες «Είναι
και Χρόνος» -ότι: «Ανώτερα
από όσο η πραγματικότητα,
στέκεται η δυνατότητα»…